- χανγκάρ
- και χαγκάρ, το, Νάκλ.1. υπόστεγο στο οποίο τοποθετούνται γεωργικά προϊόντα και εργαλεία2. υπόστεγο αεροπλάνων και άλλων ιπτάμενων μηχανών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. hangar, πιθ. < μέσ. λατ. angarium «στάβλος, υπόστεγο, παράγκα»].
Dictionary of Greek. 2013.